λειχήνες

λειχήνες
Βιολογική κοινοβιακή ένωση μεταξύ δύο μικροσκοπικών οργανισμών, ενός μύκητα και ενός φύκους ή ενός κυανοβακτηρίου, που συμβιούν κατά τρόπο αμοιβαία ωφέλιμο και αποτελούν μια δισυπόστατη αλλά αδιαίρετη βιολογική μονάδα. Οι μύκητες, που κυρίως ανήκουν στους ασκομύκητες, στους βασιδιομύκητες ή τους δευτερομύκητες, φαίνεται ότι παρέχουν νερό και ανόργανα στοιχεία, προστατεύοντας τα φύκη από την ξηρασία. Από την άλλη, τα φύκη, που κυρίως ανήκουν στα κυανοφύκη και στα χλωροφύκη, παρέχουν στον μύκητα τις απαραίτητες οργανικές ενώσεις, όπως σάκχαρα, θειαμίνη και βιοτίνη, δεδομένου ότι πρόκειται για φωτοσυνθετικούς οργανισμούς. Από την ένωσή τους σχηματίζεται ένας θαλλός, ο οποίος, χάρη στη στενή κοινοβιακή συμβίωση, παρέχει στον λ. ανθεκτικότητα στο οικολογικό περιβάλλον και μεγάλη ικανότητα προσαρμογής. Η εσωτερική διάπλαση ενός λ. στους ομοιολειχήνες είναι ομοιομερής, δηλαδή τα κύτταρα του φύκους είναι διαμοιρασμένα ομοιόμορφα στη μάζα των υφών του μύκητα, ενώ αντίθετα στους ετερολειχήνες είναι ετερομερής, δηλαδή κάτω από το περιφερειακό παρέγχυμα που σχηματίζουν οι υφές του μύκητα βρίσκονται τα κύτταρα του φύκους, ενώ στο κέντρο δημιουργείται, από υφές του μύκητα, το εντεριώνιο στρώμα. Συνήθως οι ομοιολειχήνες έχουν μορφή ζελατινώδη, όπως το κόλεμα το σαρκώδες, και δεν απαντώνται με την ίδια συχνότητα στη φύση. Εκτός από τα είδη του γένους κόλεμα, σχεδόν όλοι οι άλλοι λ. σχηματίζουν την ομάδα των ετερολειχήνων, οι οποίοι διακρίνονται σε διάφορες ομάδες ανάλογα με τη μορφολογία του θαλλού τους. Σε ορισμένους, ο θαλλός έχει μεμβρανώδη ή κρουστώδη μορφή, δηλαδή σχηματίζει μια κρούστα που προσκολλάται σε όλη την επιφάνεια επί του υποστρώματος, όπως συμβαίνει με πολλούς λ. που σκεπάζουν και χρωματίζουν με μεγάλη ποικιλία βράχους και φλοιούς δέντρων. Σε άλλες περιπτώσεις ο θαλλός είναι φυλλοειδής, σχηματίζει λοβούς, είναι σχεδόν στρωτός στο υπόστρωμα και στηρίζεται σε αυτό με ριζοειδή. Σε πολλούς λ. ο θαλλός αποκτά θαμνώδη ή φρυγανώδη μορφή, στηρίζεται σε ένα μόνο άκρο, είναι πολύκλαδος, με ιδιόμορφες διακλαδώσεις και επεκτάσεις που μιμούνται τα φύλλα και τους βλαστούς και που τους χαρακτηρίζουν ως θαμνώδεις λ. Στον θαλλό φέρονται τα καρποφόρα όργανα, αποθήκια και περιθήκια. Τα πρώτα είναι κυπελλοειδή, ανοιχτά, άλλοτε βυθισμένα και άλλοτε επιφυή επί του θαλλού, με την εσωτερική τους επιφάνεια γεμάτη από ασκούς που φέρουν τα σπόρια. Αντίθετα, τα δεύτερα είναι πιο σφαιρικά και κλειστά, ανοίγουν με μικρή οπή κατά την ωρίμαvση, φέρουν ασκούς και σπόρια, και είναι περισσότερο ή λιγότερο βυθισμένα στον θαλλό. Ωστόσο, οι λ. πολλαπλασιάζονται και αγενώς με τμήματα του θαλλού, από μικρά κοκκιόμορφα μόρια φυκιών που περιβάλλονται από υφές μυκήτων. Η ανάπτυξη είναι αργή, με μακρές περιόδους ανάπαυσης εξαιτίας του ψύχους ή της ξηρασίας. Οι λ. βρίσκονται παντού, ακόμα και στις περιοχές όπου δεν ζει κανένα άλλο φυτό, όπως στον Αρκτικό κύκλο και στην Ανταρκτική, στους βράχους, στις στέπες και πάνω στους φλοιούς των δέντρων. Συχνά προσβάλλουν τους βράχους και σταδιακά τους διαλύουν. Μερικοί δίνουν χρωστικές ουσίες ή αποτελούν ζωοτροφή, ειδικά στις αρκτικές περιοχές. Το Risocarpum geograficum, είδος λειχήνας. Οι λειχήνες αποτελούν μία ιδιότυπη βιολογική φυτική ένωση από έναν μύκητα και ένα φύκος, τα οποία ζουν συμβιωτικά. Στη φωτογραφία, το είδος Evernia pranastri.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειχῆνες — λειχήν tree moss masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούνδρα — Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • λειχηνιάζω — [λειχήνα] προσβάλλομαι από λειχήνες, βγάζω λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • λειχηνιάρης — α, ικο [λειχήνα] γεμάτος λειχήνες, αυτός που το δέρμα τού προσώπου του έχει λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • λειχηνικός — ή, ό (Α λειχηνικός, ή, όν) [λειχήν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λειχήνες τού δέρματος και στη θεραπεία τους («λειχηνικὸς τροχίσκος», Γαλ.) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκοκκώδη — (protococcales). Oνομάζονται και χλωροκοκκώδη. Χλωρόφυτα: Αποτελούν παράλληλη σειρά με τα βολβοκώδη, είναι όμως ακίνητα και μόνο την περίοδο του πολλαπλασιασμού παρουσιάζουν ζωοσπόρια με 2 μαστίγια. Σε ορισμένα μόνο γένη παρατηρείται εγγενής… …   Dictionary of Greek

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • λειχήνα — η 1. δερματικό εξάνθημα: Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο λειχήνες. 2. είδος μύκητα που φυτρώνει σε δέντρα ή σε υγρούς τόπους: Βρύα και λειχήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”